- κορώνιο
- τοβλ. κορόνιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορόνιο — ή κορώνιο, το (αστρον. χημ.) υποθετικό αέριο χημικό στοιχείο το οποίο μετά από φασματοσκοπικές αναλύσεις θεωρήθηκε ότι υπάρχει στο ηλιακό στέμμα, αργότερα όμως διαπιστώθηκε ότι συνίσταται από εντόνως ιοντισμένα άτομα γνωστών χημικών στοιχείων.… … Dictionary of Greek
πρασινωπός — ή, ό, Ν αυτός που έχει όψη ή απόχρωση προς το πράσινο, πρασινούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινος + ωπός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1794 στον Αντ. Κορωνιό] … Dictionary of Greek
Σκουλούδης, Στέφανος — Πολιτικός (Κωνσταντινούπολη 1838 Αθήνα 1928). Καταγόταν από γνωστή κρητική οικογένεια. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά όταν ξαναγύρισε στην Κωνσταντινούπολη, μετά την αποφοίτηση του, ασχολήθηκε με το εμπόριο. Μαζί με τον Ανδρέα … Dictionary of Greek